- δεκατώνω
- (AM δεκατῶ, -όωΜ και δεκατώνω) [δεκάτη]εισπράττω τον φόρο τής δεκάτηςνεοελλ.δεκατιάζω, μουτζώνω με τα δύο χέριααρχ.παθ. δεκατούμαιαναγκάζομαι να πληρώσω τον φόρο τής δεκάτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.